ἀπευθύνεται

ἀπευθύνεται
ἀπευθύ̱νεται , ἀπευθύνω
make straight
aor subj mid 3rd sg (epic)
ἀπευθύ̱νεται , ἀπευθύνω
make straight
pres ind mp 3rd sg
ἀπευθύ̱νεται , ἀπευθύνω
make straight
aor subj mid 3rd sg (epic)
ἀπευθύ̱νεται , ἀπευθύνω
make straight
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • ερώτηση — η (AM ἐρώτησις) [ερωτώ] 1. η πρόταση που εκφράζει απορία και με την οποία ζητούνται πληροφορίες («ἐρωτήσεως γὰρ ἔτι ἡ ἀπόκρισις ἡμῑν δεῑται», Πλάτ.) 2. η πρόταση που απευθύνεται σε κάποιον για εξεταστικό σκοπό νεοελλ. 1. το ζήτημα για το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • μονόλογος — ο (Μ μονόλογος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μονόλογος α) το να μιλά κάποιος μόνος του, ομιλία που απευθύνεται στο ίδιο το πρόσωπο που μιλά β) συνεχής ομιλία που δεν επιτρέπει σε άλλους συζητητές να λάβουν τον λόγο γ) μικρό σκηνικό έργο που… …   Dictionary of Greek

  • πληρεξουσιότητα — η, Ν (αστ. δίκ.) 1. η διά δικαιοπραξίας παρεχόμενη εξουσία προς αντιπροσώπευση, καθώς και η δικαιοπραξία με την οποία παρέχεται η εξουσία αυτή 2. φρ. α) «εσωτερική πληρεξουσιότητα» η περίπτωση κατά την οποία η δήλωση τού πληρεξουσιοδότη… …   Dictionary of Greek

  • προσευχή — Λόγια που απευθύνονται τελετουργικά σε υπερανθρώπινα όντα (θεότητες, πνεύματα, φετίχ, προγόνους κλπ.), είτε σε αυθόρμητη μορφή είτε επαναλαμβανόμενα κατά ένα σταθερό τύπο. Δεν είναι βέβαιο αν προηγήθηκε η αυθόρμητη ή η τυποποιημένη π. Από καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε …   Dictionary of Greek

  • Χρυσολωράς — Επώνυμο 2 Βυζαντινών λογίων, από τους οποίους ο δεύτερος πρωτεργάτης των ελληνικών σπουδών στην Ιταλία. 1. Δημήτριος, θεολόγος, φιλόσοφος, αστρονόμος και πολιτικός. Ήκμασε στα τέλη του 14ου και στις αρχές του 15ου αι. Ήταν φίλος του αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • έγγραφος — η, ο (AM ἔγγραφος, ον) 1. γραμμένος, γραπτός («έγγραφη βεβαίωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο(ν) γραπτή διατύπωση πράξης ή συμφωνίας που αναφέρει, βεβαιώνει ή αποδεικνύει κάτι νεοελλ. φρ. α) «δημόσιο έγγραφο» αυτό που εκδίδεται από την αρμόδια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”